Dictionary of Greek. 2013.
εξαλμυρίζω — και ξαρμυρίζω και ξαρμίζω και ξαρμυραίνω [αλμυρίζω] 1. αφαιρώ την άλμη τελείως ή εν μέρει 2. χάνω την αλμυρότητά μου … Dictionary of Greek